τεκνοποινος

τεκνοποινος
    τεκνόποινος
    τεκνό-ποινος
    2
    мстящий за детей
    

(μῆνις Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τεκνοποινος" в других словарях:

  • τεκνόποινος — child avenging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνόποινος — ον, Α αυτός που τιμωρεί τα παιδιά του («μῆνις τεκνόποινος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ποινος (< ποινή), πρβλ. γυναικό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • γυναικόποινος — γυναικόποινος, ον (Α) αυτός που παίρνει εκδίκηση για γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ποινος < ποινή (πρβλ. τεκνόποινος, υστερόποινος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»